- ἐφίερον
- ἐφίερονsacrificial cakeneut nom/voc/acc sgἐφίεροςsacrificial cakemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφίερος — ἐφίερος, ον (Α) 1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον α) ιερός άρτος β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός] … Dictionary of Greek